συγκατακοσμώ

συγκατακοσμώ
-έω, Α
συναρμολογώ ή τακτοποιώ ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατακοσμῶ «στολίζω, τακτοποιώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκατακόσμησις — ήσεως, ἡ, Α [συγκατακοσμώ] η καλή διάταξη τών μερών μεταξύ τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”